νηστικάδα

νηστικάδα
η [νηστικός]
η ιδιαίτερη δυσάρεστη γεύση και οσμή που έχει το στόμα τού νηστικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νηστικάδα — η 1. κακοσμία του στόματος του νηστικού. 2. έλλειψη κανονικής τροφής, υποσιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηστικουλίδα — η η νηστικάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικούλης + κατάλ. ίδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”